-
1 ветка
ветка ж 1) το κλαδί, το κλαρί· виноградная \ветка το αμπελόκλημα 2): железнодо рожная \ветка η σιδηροδρομική διακλάδωση* * *ж1) το κλαδί, το κλαρίвиногра́дная ве́тка — το αμπελόκλημα
2)железнодоро́жная ве́тка — η σιδηροδρομική διακλάδωση
-
2 железнодорожный
επ.σιδηροδρομικός•-ые пути σιδηροδρομικές οδοί•
железнодорожный транспорт σιδηροδρομική μεταφορά•
-ая ветка σιδηροδρομική διακλάδωση•
железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•
-ая сеть σιδηροδρομικό δίχτυ.
-
3 ветка
-и θ.1. κλαδάκι, κλαράκι, κλαδίσκος.2. μτφ. σιδηροδρομική διακλάδωση. -
4 ветка
1. бот. το κλαράκιτο κλαδί2. (железнодорожная) η διακλάδωση (σιδηροδρόμου)η δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ветка
-
5 железнодорожный
железнодорожн||ыйприл σιδηροδρομικός:\железнодорожныйое полотно, \железнодорожныйая линия ἡ σιδηροδρομική γραμμή· \железнодорожныйая ветка ἡ διακλάδωση σιδηροδρόμου· \железнодорожныйая сеть τό σιδηροδρομικό δίχτυ, τό σιδηροδρομικόν δίκτυον \железнодорожныйый узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \железнодорожныйый транспорт ὁϊ σιδηροδρομικές μεταφορές, οἱ σιδηρόδρομοι· \железнодорожныйый билет τό εἰσιτήριο τοῦ σιδηροδρόμου· \железнодорожныйое движение ἡ κίνηση τών σιδηροδρόμων.
См. также в других словарях:
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Άνδεις — Οροσειρά που εκτείνεται χωρίς διακοπή σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της Νότιας Αμερικής και αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού ωκεανού. Η οροσειρά αυτή χαρακτηρίζεται από μάλλον ακανόνιστο ανάγλυφο, που σχηματίζεται από… … Dictionary of Greek
Ερζερούμ — (Erzurum). Πόλη (366.962 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Τουρκίας και διοικητικό κέντρο της ομώνυμης επαρχίας. Bρίσκεται σε υψόμετρο 1.950 μ., 8 χλμ. Ν από το σημείο όπου πηγάζει η δυτική διακλάδωση του Eυφράτη, σε ένα οροπέδιο που… … Dictionary of Greek
Κιτούε — (Kitwe). Πόλη (768.000 κάτ. το 2002) της Ζάμπια, στην επαρχία Kόπερμπελτ (31.328 τ. χλμ., 1.657.646 κάτ.). Βρίσκεται 50 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας Nτόλα, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ιδρύθηκε το 1937, ως εργοτάξιο… … Dictionary of Greek
Ντιουρμπέλ — (Diourbel). Πόλη (120.000 κάτ. το 2003) της Σενεγάλης, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος. H πόλη είναι κτισμένη στη σιδηροδρομική αρτηρία Nτακάρ Mπαμάκο (Mάλι), απ’ όπου ξεκινά μια διακλάδωση για το M’Mπακέ και αποτελεί ανθηρό κέντρο… … Dictionary of Greek
Παβία — (Pavia). Πόλη της Βόρειας Ιταλίας στη Λομβαρδία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (περίπου 2.965 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα νότια του Μιλάνου, με το οποίο συνδέεται με τη μεγάλη σιδηροδρομική αρτηρία Μιλάνου Γένοβας, και στα αριστερά του ποταμού… … Dictionary of Greek